- ζωοφόρος
- (I)-ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, -ον)αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, πυρ-φόρος].————————(II)-ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, -ον)1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόροςτο διάστημα που βρίσκεται μεταξύ τού επιστυλίου και τού γείσου τού αρχαίου ιωνικού ναού και διακοσμείται συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων ή άλλων μορφών2. το διάζωμα τής οικίας κάτω από το γείσοαρχ.1. αυτός που έχει στην επιφάνειά του εικόνες ή μορφές ζώων2. φρ. «ό ζωοφόρος κύκλος» — ο ζωδιακός κύκλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -φορος (< φέρω), πρβλ. εωσ-φόρος, πυρ-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.